νίζουσα

νίζουσα
νίζω
wash the hands
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”